πότμος

  • 21έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …

    Dictionary of Greek

  • 22αινόποτμος — αἰνόποτμος, ον (Α) ο αινόμορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + πότμος «η μοίρα, η τύχη, το πεπρωμένο»] …

    Dictionary of Greek

  • 23βαρύποτμος — βαρύποτμος, ον (Α) 1. (για πρόσωπα) βαριόμοιρος, δυστυχισμένος 2. (για γεγονότα) βαρύς, θλιβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πότμος («ό,τι προσπίπτει σε κάποιον τυχαία, μοίρα, πεπρωμένο») < πίπτω] …

    Dictionary of Greek

  • 24επιβαίνω — ἐπιβαίνω (Α) [βαίνω] 1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο 2. βατεύω, οχεύω μσν. νεοελλ. ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια τής επισκοπής μου αρχ. μσν. 1. πατώ πάνω σε κάτι («μηδέποτε ἐπιβήσονται… …

    Dictionary of Greek

  • 25επιμένω — (AM ἐπιμένω) [μένω] μένω σταθερός, εξακολουθώ να υποστηρίζω τη γνώμη μου (α. «ο επιμένων νικά» β. «ἡμεῑς ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν», Πλάτ.) αρχ. μσν. 1. υπομένω, καρτερώ (α. για το Χριστό «σύντομον ἐπέμεινε θάνατον» β. «ἔμπης …

    Dictionary of Greek

  • 26ευθυπορώ — (ΑΜ εὐθυπορῶ, έω) [ευθύπορος] πορεύομαι σε ευθεία γραμμή, προχωρώ ίσια στον δρόμο («ἀπεῑργον εὐθυπορεῑν πρὸς τὴν σύμμαχον Κατάνην», Διόδ.) αρχ. μσν. 1. ζω ενάρετη ζωή αρχ. (για τη λειτουργία τής θρέψης) προχωρώ ομαλά, φυσιολογικά («εὐθυπορούσης… …

    Dictionary of Greek

  • 27εύποτμος — εὔποτμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλή τύχη, καλή μοίρα, ο ευτυχής 2. (για δέντρα) θαλερός, φουντωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πότμος] …

    Dictionary of Greek

  • 28κληρώνω — (AM κληρώ, όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) [κλήρος] 1. ενεργώ εκλογή ή διανομή με κλήρο, ορίζω με κλήρωση (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο ταξίδι» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η περιουσία» γ. «εἴ τις… …

    Dictionary of Greek

  • 29κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …

    Dictionary of Greek

  • 30προταρβώ — έω, Α 1. φοβάμαι εκ τών προτέρων («θάνατον προταρβοῡσα», Ευρ.) 2. φοβάμαι ή είμαι ανήσυχος για κάτι («ὁ ξυνήθης πότμος οὐκ εἴα πατρὸς ἡμᾱς προταρβεῑν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ταρβῶ «φοβάμαι, ανησυχώ»] …

    Dictionary of Greek