πόρσω-θεν

  • 1πρόσωθεν — και επικ. τ. πρόσσοθεν και δωρ. πόρσωθεν και αττ. τ. πόρρωθεν και συγκριτ. τ. πορρωτέρωθεν Α επίρρ. 1. τοπ. α) από μακριά («μή τις πρόσωθεν ὄμματος βάλοι φθόνος», Αισχυλ.) β) σε απόσταση 2. χρον. από πολύ χρόνο («πόρρωθεν ὑμῑν τὸ καλὸν ὑπάρχει… …

    Dictionary of Greek