πόρπη
1πόρπη — brooch fem nom/voc sg (attic epic ionic) πορπάω fasten with a brooch pres imperat act 2nd sg (doric) πορπάω fasten with a brooch pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) πορπάω fasten with a brooch imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
2πόρπῃ — πόρπη brooch fem dat sg (attic epic ionic) …
3πόρπη — Αντικείμενο από μέταλλο (χαλκό, σίδερο, άργυρο ή χρυσό στην αρχαιότητα) συμπληρωμένο συχνά με άλλες ύλες (κυρίως κόκαλο ή ελεφαντοστό στην αρχαιότητα, πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους αργότερα) που χρησιμεύει από τους αρχαιότατους χρόνους για να …
4Πόρπη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης …
5πόρπη — η το θηλυκωτήρι, ο τοκάς, η αγκράφα η καρφίτσα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6πόρπαι — πόρπη brooch fem nom/voc pl πόρπᾱͅ , πόρπη brooch fem dat sg (doric aeolic) …
7πορπῶν — πόρπη brooch fem gen pl πορπάω fasten with a brooch pres part act masc voc sg πορπάω fasten with a brooch pres part act neut nom/voc/acc sg πορπάω fasten with a brooch pres part act masc nom sg (attic epic ionic) πορπάω fasten with a brooch pres… …
8πόρπαις — πόρπη brooch fem dat pl …
9πόρπαισι — πόρπη brooch fem dat pl (epic ionic aeolic) …
10πόρπαισιν — πόρπη brooch fem dat pl (epic ionic aeolic) …