πόλει

  • 81οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον …

    Dictionary of Greek

  • 82οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό …

    Dictionary of Greek

  • 83ομόνοια — I Μυθολογική θεότητα, κόρη του Δία και της θέμιδας ή της Πραξιδίκης, και αδελφή της Αρετής. Ήταν η προσωποποίηση της ομόνοιας των πολιτών. Στην Ολυμπία υπήρχε βωμός της από όπου οι γαμπροί έπαιρναν τις νύφες και τις οδηγούσαν στο σπίτι τους.… …

    Dictionary of Greek

  • 84ορκωτής — ὁρκωτής, ὁ (Α) [ορκώ] αυτός που επιβάλλει σε κάποιον να δώσει όρκο ενώπιον δικαστηρίου («ἐξέπεμψαν τοὺς ὁρκωτὰς καὶ ἐκέλευσαν τὰ μέγιστα τέλη ἐν ἐκάστῃ πόλει ὁρκῶσαι», Ξεν.) …

    Dictionary of Greek

  • 85πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… …

    Dictionary of Greek

  • 86περιάπτω — ΝΜΑ 1. αναρτώ κάτι γύρω από κάτι άλλο και τό προσαρμόζω («περιάψης ἐλάφου κέρας», Γεωπ.) 2. προσάπτω σε κάποιον κακή ιδιότητα ή πράξη («ὀνείδη καὶ ἐμαυτῷ καὶ ἐκείνοις περιάψω», Λυσ.) νεοελλ. κρεμώ επάνω μου φυλαχτό αρχ. 1. αποδίδω κάτι σε κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 87περικαθίζω — Α 1. καθίζω κάποιον ή κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι 2. τοποθετώ, εγκαθιστώ κάποιον ή κάτι γύρω από κάποιον ή από κάτι («περικαθίζειν στρατὸν τῇ πόλει», Ιώσ.) 3. περικυκλώνω, πολιορκώ 4. (αμτβ.) κάθομαι ή βρίσκομαι γύρω γύρω από κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 88πληθύω — ΜΑ είμαι ή γίνομαι πλήρης, είμαι γεμάτος ή γεμίζω με κάτι (α. «νεκρῶν... πληθύει πέδον», Ευρ. β. «ἡ τοῡ γάλακτος πληθύουσα τροφή», Αριστοτ. γ. «ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων πληθύων», επιγρ.) αρχ. 1. αυξάνομαι ως προς τον αριθμό («πληθύοντος ἠμῶν τοῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 89πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… …

    Dictionary of Greek

  • 90προθυμούμαι — έομαι, ΜΑ [πρόθυμος] είμαι πρόθυμος, έτοιμος να κάνω κάτι που πρέπει ή που μού ζητήθηκε («ἐὰν τις ἐν τῇ πόλει προθυμῆται χρηστός εἶναι», Λυσ.) μσν. ενθαρρύνω αρχ. 1. ενεργώ με ζήλο υπέρ κάποιου 2. είμαι εύθυμος, είμαι σε καλή διάθεση …

    Dictionary of Greek