πήρωσις
1πήρωσις — maiming fem nom sg …
2πηρώσει — πήρωσις maiming fem nom/voc/acc dual (attic epic) πηρώσεϊ , πήρωσις maiming fem dat sg (epic) πήρωσις maiming fem dat sg (attic ionic) πηρόω maim aor subj act 3rd sg (epic) πηρόω maim fut ind mid 2nd sg πηρόω maim fut ind act 3rd sg …
3πηρώσεις — πήρωσις maiming fem nom/voc pl (attic epic) πήρωσις maiming fem nom/acc pl (attic) πηρόω maim aor subj act 2nd sg (epic) πηρόω maim fut ind act 2nd sg …
4πηρώσεσι — πήρωσις maiming fem dat pl …
5πηρώσεσιν — πήρωσις maiming fem dat pl …
6πηρώσιας — πήρωσις maiming fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …
7πηρώσιες — πήρωσις maiming fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …
8πήρωσιν — πήρωσις maiming fem acc sg …
9πήρωση — η / πήρωσις, εως, ΝΜΑ [πηρώ] 1. βλάβη ή ατέλεια, αναπηρία, ανικανότητα ενός μέλους τού σώματος ή μιας αισθήσεως (α. «γῆρας ὁλόκληρός ἐστι πήρωσις», Δημόκρ. β. «πήρωσις ἀκοῆς», Πλούτ.) 2. (ειδ.) η τύφλωση («καὶ ὁ ἥλιος φανεὶς ἰᾱται τὴν πήρωσιν»,… …
10σπαλακία — ἡ, Α 1. μεγάλη εξασθένηση τής όρασης 2. (κατά τον Ησύχ.) «πήρωσις». [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάλαξ, ακος «τυφλοπόντικας» + επίθημα ία (πρβλ. μυωπ ία)] …
- 1
- 2