πήρη
1πήρη — πήρα leathern pouch fem nom/voc sg (epic ionic) πῆρος loss of strength neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πῆρος loss of strength neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
2πήρα — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πήρη και πάρη, Α οδοιπορικός σάκος, συνήθως δερμάτινος, που κρέμεται από τον ώμο, ταγάρι, σακούλι («ἀνθρώπων ἕκαστος δύο πήρας φέρει», Αίσωπ.) νεοελλ. 1. παγίδα από καλάμια πλεγμένα ή από συρματόπλεγμα, που χρησιμοποιείται στα …
3λυπηρή — λῡπηρή , λυπηρός painful fem nom/voc sg (epic ionic) …