πήνα ἀπήνη

  • 1απήνη — Είδος αρχαίας άμαξας. Τη χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν διάφορα φορτία ή και ανθρώπους και την έσερναν άλογα, μουλάρια ή ακόμη και βόδια. Αργότερα, α. έλεγαν οποιοδήποτε είδος άμαξας ή άρματος. Με α. διοργανώνονταν επίσης και αρματηλασίες και… …

    Dictionary of Greek

  • 2πήνα — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀπήνη». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἀπήνη «άμαξα, άρμα» με αποκοπή τού αρκτικού α (βλ. λ. απήνη)] …

    Dictionary of Greek