πήγνυσις
1πήγνυσις — ύσεως, ἡ, Α η πήξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από τον ενεστ. πήγνυ μι + κατάλ. σις] …
2πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …
3πήγνυσ' — πήγνῡσι , πήγνυμι Aër. pres ind act 3rd sg πήγνυσο , πήγνυμι Aër. pres imperat mp 2nd sg πήγνυσαι , πήγνυμι Aër. pres ind mp 2nd sg πήγνυσο , πήγνυμι Aër. imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) πήγνυσι , πήγνυσις fem voc sg …
4πήγνυσι — πήγνῡσι , πήγνυμι Aër. pres ind act 3rd sg πήγνυσις fem voc sg …
5πήγνυσιν — πήγνῡσιν , πήγνυμι Aër. pres ind act 3rd sg πήγνυσις fem acc sg …