πέτρῐνος
1πέτρινος — rocky masc nom sg …
2πέτρινος — η, ο / πέτρινος, ίνη, ον, ΝΜΑ [πέτρα] 1. βραχώδης (α. «ο πέτρινος όγκος τού Υμηττού» β. «παρὰ πετρίνας πόντου δειράδας», Ευρ.) 2. φτιαγμένος από πέτρα («πέτρινος τοίχος») 3. πολύ σκληρός ή πολύ ανθεκτικός («πέτρινη καρδιά») μσν. (για τη Νιόβη)… …
3πέτρινος — η, ο 1. ο από πέτρα κατασκευασμένος: Πέτρινο σπίτι. – Πέτρινα σκαλιά. 2. μτφ., σκληρός: Έχει πέτρινη καρδιά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πετρίνων — πέτρινος rocky fem gen pl πέτρινος rocky masc/neut gen pl …
5πέτρινον — πέτρινος rocky masc acc sg πέτρινος rocky neut nom/voc/acc sg …
6πετρίναις — πέτρινος rocky fem dat pl …
7πετρίνη — πέτρινος rocky fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
8πετρίνην — πέτρινος rocky fem acc sg (attic epic ionic) …
9πετρίνης — πέτρινος rocky fem gen sg (attic epic ionic) …
10πετρίνοις — πέτρινος rocky masc/neut dat pl …