πέρ

  • 71ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… …

    Православная энциклопедия

  • 72ДОСИФЕЙ II НОТАРА — [греч. Ϫοσίθεος Νοταρᾶς] (31.05.1641, сел. Арахова (совр. Эксохи, ном Ахея, Греция) 7.02.1707, К поль), патриарх Иерусалимский (1669 1707). Жизнь Род. в семье торговца Николая Скарпета, утверждавшего свое происхождение от к польской фамилии… …

    Православная энциклопедия

  • 73ИКОНОМОС — [греч. Οἰκονόμος] Константин (27.08.1780, Царицани, Фессалия 03.1857, Афины), свящ., писатель, богослов и филолог, церковный деятель. Род. в семье свящ. и приходского иконома Кириака. С 12 лет прислуживал в храме в качестве анагноста (чтеца), на… …

    Православная энциклопедия

  • 74Ασκληπιάδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Ισοκράτη από τη Θράκη (4ος αι. π.Χ.). Συγγραφέας των Τραγωδουμένων (11 βιβλία), δηλαδή των μύθων που πραγματεύτηκαν στα έργα τους οι κλασικοί. 2. Α. ο Φλιάσιος (περ. 350 – 280 π.Χ.). Φιλόσοφος. Πέρασε το… …

    Dictionary of Greek

  • 75Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …

    Dictionary of Greek

  • 76κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… …

    Dictionary of Greek

  • 77νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …

    Dictionary of Greek

  • 78Αλσατία — I (γαλλ. Alsace, γερμ. Elsass). Περιοχή (8.280 τ. χλμ., 1.734.115 κάτ. το 1999) της ανατολικής Γαλλίας. Εκτείνεται από τα Β στα Ν, περίπου για 200 χλμ., μεταξύ του Ρήνου στα Α, των Βοσγιών στα Δ, και του γαλλοελβετικού Ιούρα στα Ν. Είναι εύφορη,… …

    Dictionary of Greek

  • 79Αμάτι — (Amati).Επώνυμο οικογένειας από την Κρεμόνα της Ιταλίας, που διακρίθηκε στην κατασκευή έγχορδων μουσικών οργάνων, κυρίως των περίφημων ομώνυμων βιολιών. 1. Αντρέα (Andrea A., περ. 1535 – περ. 1611). O πρώτος της οικογένειας και ένας από τους… …

    Dictionary of Greek

  • 80Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …

    Dictionary of Greek