πέρ

  • 111Μεντουχοτέπ — (Μentuhotep). Όνομα τριών Φαραώ της 11ης αιγυπτιακής δυναστείας (2133 1191 π.Χ.). Ο Μ.Β’ (περ. 2060 2010 π.Χ.) κατόρθωσε να ενοποιήσει την Αίγυπτο, διαλύοντας το βασίλειο της Ηρακλεόπολης. Η Θήβα, η οποία ήταν έως τότε απλώς ένας σημαντικός… …

    Dictionary of Greek

  • 112Μέτσου, Γκάμπριελ — (Gabriel Metsu, Λέιντεν 1629 – Άμστερνταμ 1667). Ολλανδός ζωγράφος. Παρά τη σύντομη σταδιοδρομία του, κληροδότησε στις επόμενες γενιές σημαντικό έργο. Ορισμένα από τα πλέον αγαπημένα θέματά του ήταν οι μουσικοί θίασοι, οι γεροντικές μορφές… …

    Dictionary of Greek

  • 113Μπανγκλαντές — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Δ, Β και Α με την Ινδία και ΝΑ με τη Μυανμάρ. Βρέχεται Ν από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Tο Μ. ανέκτησε την ανεξαρτησία του το 1971. Αντιστοιχεί στην πρώην ανατολική επαρχία του Πακιστάν, από την οποία αποσπάστηκε… …

    Dictionary of Greek

  • 114Πάχερ, Μίχαελ — (Pacher, Michael, περ. 1430 – Σάλτσμπουργκ 1498). Αυστριακός ζωγράφος και γλύπτης. Αν και συνδεδεμένος με την τοπική και τη γοτθική παράδοση, επηρεάστηκε και από την τέχνη της βόρειας Ιταλίας και κυρίως της Πάντοβα, που του έδωσε τη ζωηρή αίσθηση …

    Dictionary of Greek

  • 115Πρέβεζας, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ηπείρου στο νοτιοδυτικό άκρο της. Έχει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και συνορεύει στα Β με τους νομούς Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, στα Α με τον νομό Άρτας, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται, αντίστοιχα, από τον Αμβρακικό και από το… …

    Dictionary of Greek

  • 116Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 117Τζάκσον — (Jackson). Oνομασία 3 πόλεων των ΗΠΑ. 1. Πρωτεύουσα (περ. 196.637 κάτ.) της πολιτείας του Μισισιπή στον ποταμό Περλ, σε απόσταση 260 χλμ. από τη Νέα Ορλεάνη. Είναι σημαντικός οδικός και σιδηροδρομικός κόμβος και το κύριο εμπορικό και βιομηχανικό… …

    Dictionary of Greek

  • 118Τσενάλε, Μπερναντίνο — (Zenale, Τρεβίλιο περ. 1456 – Μιλάνο 1526). Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Μεγάλη δραστηριότητα ανέπτυξε στο Μιλάνο, όπου συνεργάστηκε με τον συμπατριώτη του Μπουτινόνε στα έργα: Τοιχογραφίες του ναού της Αγίας Μαρίας των Ευχαριστιών (περ.… …

    Dictionary of Greek

  • 119Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …

    Dictionary of Greek

  • 120Φλάνδρα — (Vlaanderen στα φλαμανδικά, Flandre στα γαλλικά). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Ευρώπης, που βρίσκεται κατά μεγάλο μέρος στο Βέλγιο –του οποίου αποτελεί τις δύο επαρχίες: της Δυτικής και της Ανατολικής Φ.–, αλλά εκτείνεται και στη βόρεια… …

    Dictionary of Greek