πέρ

  • 11Ἔπος δ’εἰ πὲρ τι βέβακται… — См. Собака лает, ветер носит …

    Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • 12Κλέβε, Περ Τέοντορ — (Per Teodor Cleve, Στοκχόλμη 1840 – Ουψάλα 1905). Σουηδός χημικός και μεταλλειολόγος. Διετέλεσε καθηγητής της χημείας στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα. Οι μεταλλειολογικές του έρευνες σε σπάνιες γαίες τον οδήγησαν στην ανακάλυψη δύο νέων στοιχείων… …

    Dictionary of Greek

  • 13Λάγκερκβιστ, Περ Φαμπιάν — (Pär Fabien Lagerkvist, Βάικσο 1891 – Στοκχόλμη 1974). Σουηδός συγγραφέας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, ενώ τα πρώτα του έργα, πεζά και ποιήματα, εκδόθηκαν το 1912. Τον επόμενο χρόνο επισκέφθηκε το Παρίσι, όπου επηρεάστηκε από το κίνημα… …

    Dictionary of Greek

  • 14Λινγκ, Περ Χένρικ — (Per Henrik Ling, Λιουνγκ 1776 – Στοκχόλμη 1839). Σουηδός παιδαγωγός και ποιητής, θεμελιωτής της σουηδικής γυμναστικής. Φοίτησε στη γυμναστική σχολή Νάχτεγκαλ στην Κοπεγχάγη και άρχισε να διδάσκει οπλομαχία στο πανεπιστήμιο της Λιουνγκ (1805)… …

    Dictionary of Greek

  • 15Σβινχουφβουντ, Περ Έβιντ — (Svinhufvud). Φιλανδός πολιτικός (Σαακσμακί 1861 Λουουμακί 1944). Συντηρητικών πεποιθήσεων, ήταν πρόεδρος του Κοινοβουλίου το 1913, αλλά το 1914 εξορίστηκε στη Σιβηρία. Μετά την επανάσταση του 1917 ξαναγύρισε στη Φιλανδία και έγινε πρωθυπουργός… …

    Dictionary of Greek

  • 16Ιδομενέας ο Λαμψακηνός — (περ. 325 – περ. 270 π.Χ.). Ιστοριογράφος από τη Λάμψακο. Ήταν φίλος του Επίκουρου. Αρχικά έγινε γνωστός αναπτύσσοντας πολιτική δράση στη γενέτειρά του. Είναι γνωστά τρία βιογραφικά έργα του: Περί των Σωκρατικών, Περί δημαγωγών, το οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 17Πενταγιώτισσα, Μαρία — (περ. 1821 – περ. 1885). Γυναίκα θρυλική για την ομορφιά της και τα ερωτικά σκάνδαλα, γεννημένη στους Πενταγιούς της Δωρίδας, Για τη ζωή της διασώθηκαν μόνο θρύλοι και παραδόσεις, ενώ έμεινε άγνωστο το οικογενειακό της επώνυμο. Ο πατέρας της ήταν …

    Dictionary of Greek

  • 18Πρατίνας — (περ. 540 π.X. – περ. 470). Αρχαίος τραγικός ποιητής από τον Φλειούντα, ο οποίος θεωρείται από την παράδοση δημιουργός του σατυρικού δράματος (το οποίο όμως υπήρχε αφαλώς και πριν από αυτόν, αλλά όχι σε έντεχνη μορφή). Ξανάδωσε στους χορούς των… …

    Dictionary of Greek

  • 19Αριστόκυπρος — (; – περ. 500 π.Χ.). Βασιλιάς των Σόλων στην Κύπρο, γιος του Φιλόκυπρου. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον των Περσών …

    Dictionary of Greek

  • 20Αρχύτας ο Ταραντίνος — (περ. 430 – 350 π.Χ.).Πυθαγόρειος φιλόσοφος, μαθηματικός, αστρονόμος και πολιτικός. Θεωρείται πνευματικός αρχηγός του νεότερου πυθαγορισμού. Εξέχουσα πολιτική φυσιογνωμία, υπήρξε για πολλά χρόνια προεστός και διετέλεσε επτά φορές στρατηγός της… …

    Dictionary of Greek