πέπονθα
1πέπονθα — πάσχω have perf ind act 1st sg …
2πεπόνθασ' — πεπόνθᾱσι , πάσχω have perf ind act 3rd pl …
3πεπόνθασι — πεπόνθᾱσι , πάσχω have perf ind act 3rd pl …
4πεπόνθασιν — πεπόνθᾱσιν , πάσχω have perf ind act 3rd pl …
5πέπονθ' — πέπονθα , πάσχω have perf ind act 1st sg πέπονθε , πάσχω have perf imperat act 2nd sg πέπονθε , πάσχω have perf ind act 3rd sg πέπονται , πίνω Aër. perf ind mp 3rd pl πέποντο , πίνω Aër. plup ind mp 3rd pl (homeric ionic) …
6Перфект — или прошедшее совершенное особый вид прошедшего времени. Основное первичное значение П., по определению Кольманна ( Ueber das Verhältniss der Tempora des lateinischen Verbums zu denen des griechischen , Эйслеб., 1881), есть выражение известного… …
7Аблаут в праиндоевропейском языке — Аблаут в праиндоевропейском языке  система регулярных чередований гласных, существовавшая в самом праязыке и перешедшая в его потомки. Термин аблаут (от нем. Ablaut, тж. нем. Abstufung der Laute «чередование звуков»[1]; также… …
8κίνυγμα — κίνυγμα, τὸ (Α) [κινύσσομαι] καθετί που είναι μετέωρο, που αιωρείται πέρα δώθε («νῡν δ αἰθέριον κίνυγμ ὁ τάλας ἐχθροῑς ἐπίχαρτα πέπονθα», Αισχύλ.) …
9κα — Ένα από τα στοιχεία που αποτελούν τον άνθρωπο, σύμφωνα με την αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία. Τα στοιχεία αυτά ήταν αρχικά όλο το σώμα, έπειτα η ψυχή, την οποία φαντάζονταν σαν πουλί με ανθρώπινο κεφάλι (μπα), το πνεύμα (αχ) και τέλος, το κ.… …
10μάχιμος — η, ο (ΑM μάχιμος, ον και μάχιμος, η, ον) 1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.) 2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτης νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη …
- 1
- 2