πέμψις
1πέμψις — πέμψῑς , πέμψις sending fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πέμψις sending fem nom sg …
2πέμψιν — πέμψις sending fem acc sg …
3πέμψιος — πέμψις sending fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
4πέμψει — πέμπω send aor subj act 3rd sg (epic) πέμπω send fut ind mid 2nd sg πέμπω send fut ind act 3rd sg πέμψις sending fem nom/voc/acc dual (attic epic) πέμψεϊ , πέμψις sending fem dat sg (epic) πέμψις sending fem dat sg (attic ionic) …
5πέμψη — η / πέμψις, ΝΑ [πέμπω] 1. η ενέργεια τού πέμπω, αποστολή, στάλσιμο («ἀπὸ τῆς πέμψιος τοῦ κήρυκος», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἡ πέμψις τῶν νικητηρίων» θριαμβευτική πομπή …
6πέμψεις — πέμπω send aor subj act 2nd sg (epic) πέμπω send fut ind act 2nd sg πέμψις sending fem nom/voc pl (attic epic) πέμψις sending fem nom/acc pl (attic) …
7πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… …
8πέψιμο — το, Ν το να στέλνει κάποιος κάποιον ή κάτι κάπου, η αποστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεμψ τού πέμπω (πρβλ. πέμψις) + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο) με αποβολή τού μ προ τού ψ ] …
9πέμψ' — πέμψα , πέμπω send aor ind act 1st sg (epic ionic) πέμψε , πέμπω send aor ind act 3rd sg (epic ionic) πέμψαι , πέμπω send aor imperat mid 2nd sg πέμψαι , πέμπω send aor inf act πέμψι , πέμψις sending fem voc sg …
10πέμψεως — πέμψεω̆ς , πέμψις sending fem gen sg (attic) …
- 1
- 2