πέλωρ
11πέλωρον — τὸ, Α 1. (για τη Γοργόνα, για ζώα ασυνήθιστου μεγέθους και κυρίως για μεγάλο ελάφι, για τα μαγεμένα ζώα τής Κίρκης) θηρίο, τέρας 2. φρ. («πέλωρα θεῶν» σημεία φοβερά ή περίτρανα σταλμένα από τους θεούς, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλωρ «υπερφυσικό… …
12πέλωρος — ώρη, ον και πέλωρος, ον, Α 1. τεράστιος, τερατώδης, υπερμεγέθης, πελώριος 2. φοβερός, τρομερός 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πέλωρα γιγαντιαίως («πέλωρα βιβᾷ» βαδίζει με γιγαντιαία βήματα, Υμν. Ερμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλωρ «υπερφυσικό τέρας» ή… …
13πελωρίς — ίδος, ἡ, Α μεγάλη κόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλωρ «υπερφυσικό τέρας» + επίθημα ίς, ίδος] …
14πελωριάς — άδος, ἡ, Α μεγάλη κόγχη, πελωρίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλωρ «υπερφυσικό τέρας» + επίθημα ιάς (πρβλ. περδικ ιάς)] …
15πελώριος — ια, ιο / πελώριος και τελώριος, ον, ΝΑ 1. (για έμψυχα) αυτός που έχει μέγεθος πελώρου, τεράστιος, μεγαλόσωμος, υπερμεγέθης, θεόρατος, φοβερός 2. (για άψυχα και αφηρ.) κολοσσιαίος, γιγάντιος, μεγαλειώδης (α. «πελώριο οικοδόμημα» β. «πελώριον… …
16τέλωρ — Α (κατά τον Ησύχ.) «τελώριον, μακρόν, μέγα». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πέλωρ] …
17τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ …
18ωριάς — άδος, ἡ, Α ποιητ. τ. θηλ. τού επιθ. ὥριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥριος + επίθημα (ι)άς (πρβλ. πελωρ ιάς)] …
19Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …
20πελώριος — α, ο (από το πέλωρ = τέρας ), ο πολύ μεγάλος, ο τεράστιος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
- 1
- 2