πέλεκρα ἀξίνη

  • 1πέλεκρα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀξίνη». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με το πέλεκυς] …

    Dictionary of Greek