πέλεθρον
1πέλεθρον — a measure of land neut nom/voc/acc sg …
2πέλεθρον — τὸ, Α βλ. πλέθρο …
3πελέθρῳ — πέλεθρον a measure of land neut dat sg …
4πέλεθρα — πέλεθρον a measure of land neut nom/voc/acc pl …
5πλέθρο — Αρχαία μονάδα μήκους και επιφάνειας. Ήταν γνωστή από την ομηρική εποχή και ισοδυναμούσε με 10 οργιές. Στους ιστορικούς χρόνους, ως μονάδα μήκους, αντιστοιχούσε προς 29,57 μ., και ως μονάδα επιφανείας προς 874 τ.μ. Επιπλέον ισοδυναμούσε με 100… …
6-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …
7άπλετος — η, ον (AM ἄπλετος, ον) νεοελλ. (για φως) λαμπρός, άφθονος αρχ. 1. απεριόριστος, απέραντος, τεράστιος 2. σπουδαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. άπλετος < α στερ. + πέλεθρον / πλέθρον, το β συνθετ. απαιτεί αρχική ρίζα με σημασ. «μετρώ». Η λ.… …
8απέλεθρος — ἀπέλεθρος, ον (Α) [πέλεθρον] αμέτρητος, άπειρος, απέραντος …
9βάραθρο — το (AM βάραθρον, Α και βέρεθρον και βέθρον) 1. βαθύ χάσμα γης 2. όλεθρος, καταστροφή αρχ. 1. είδος γυναικείου κοσμήματος 2. μεγάλος και βαθύς λάκκος στην Αθήνα, όπου έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βέρεθρον (< *gwer ∂ )… …
10ισοπέλεθρος — ἰσοπέλεθρος, ον (Α) αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό πλέθρων με άλλον, ισομήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πέλεθρον] …
- 1
- 2