πάταγος
1πάταγος — clatter masc nom sg …
2πάταγος — ο, ΝΜΑ δυνατός κρότος (α. «πάταγος δὲ τε γίγνετ ὀδόντων», Ομ. Ιλ. β. «πάταγος ἀνέμου», Δίον. Αλ.) νεοελλ. μτφ. ζωηρή εντύπωση από κάποιο γεγονός η οποία εκφράζεται με θορυβώδη συζήτηση («μόλις μαθευτεί η είδηση θα γίνει πάταγος») μσν. θόρυβος αρχ …
3πάταγος — ο 1. θόρυβος, κρότος δυνατός. 2. μτφ., εντυπωσιακή είδηση, ζωηρή εντύπωση, έκπληξη: Έκανε πάταγο η ομιλία του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πατάγοιο — πάταγος clatter masc gen sg (epic) …
5πατάγοις — πάταγος clatter masc dat pl …
6πατάγοισι — πάταγος clatter masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7πατάγοισιν — πάταγος clatter masc dat pl (epic ionic aeolic) …
8πατάγου — πάταγος clatter masc gen sg …
9πατάγους — πάταγος clatter masc acc pl …
10πατάγων — πάταγος clatter masc gen pl …