πάταγος
41χλαπαταγή — η, Ν οχλοβοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < όχλος + πάταγος] …
42ψόφος — (I) ο, ΝΜΑ αμβλύς, υπόκωφος ήχος νεοελλ. φρ. «μυϊκός ψόφος» φυσιολ. ακροαστικό φαινόμενο, αισθητό επάνω από έναν μυ που παρουσιάζει τετανική συστολή αρχ. 1. ισχυρός θόρυβος, κρότος, πάταγος 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. άναρθρος ήχος ζώου 4.… …
43ԹՄԲԻՒՆ — ( ) NBH 1 0814 Chronological Sequence: 6c ն. πάταγος fragor, strepitus, crepitus Թնդիւն. բախիւն. շառաչիւն. *Եւ թըմբիւնք (կամ թնդիւնք) եւ պայթմունք եւ ճայթմունք որոտմանց. Փիլ. իմաստն …
44ԺԽՈՐ — (ոյ կամ ի.) NBH 1 0835 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 14c գ. πάταγος strepitus. Խառնաձայն աղաղակ. աղմուկ շփոթի. շառաշիւն. վայնասուն. ... *Զի՞նչ ժխորն իցէ (ʼի թատրոնս). զի՞նչ աղմուկ եւ սատանայական ամբողք. Ոսկ. մ. ՟Բ. 12 …
45ՇԱՉԻՒՆ — ( ) NBH 2 0465 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c գ. ՇԱՉԻՒՆ ՇԱՉՈՒՄՆ. ψόφος sonitus, strepitus συρισμός sibilus, susurro συγκρουσμός collisio βρόμος, πάταγος fremitus, fragor, crepitus ἁνάβρασις aestuatio, ebullio եւ այլն.… …
46ՇԱՉՈՒՄՆ — (չման.) NBH 2 0465 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c գ. ՇԱՉԻՒՆ ՇԱՉՈՒՄՆ. ψόφος sonitus, strepitus συρισμός sibilus, susurro συγκρουσμός collisio βρόμος, πάταγος fremitus, fragor, crepitus ἁνάβρασις aestuatio, ebullio եւ… …
47ՊԱՅԹՈՒՄՆ — (թման, մամբ.) NBH 2 0592 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 11c գ. πάταγος, κτύπος crepitus, strepitus. որ եւ ՊԱՅԹԻՒՆ. Պայթելն. հերձումն. եւ Ճայթիւն. շառաչումն. փաթլայըշ, փաթըրտը. *Թմբիւնք պայթմունք եւ ճայթմունք որոտմանց: Յորժամ… …
48βροντή — η 1. ο κρότος που συνοδεύει την αστραπή, το μπουμπουνητό: Η ανοιξιάτικη βροχή συνοδευόταν από βροντές και αστραπές. 2. ισχυρός κρότος, πάταγος: Πολλές φορές ακούγονται βροντές τη νύχτα από το σπίτι του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
49κρότος — ο 1. κρότος που προέρχεται από κρούση ή σύγκρουση, πάταγος, βρόντος: Ακούστηκαν κρότοι πυροβολισμού. 2. ισχυρή εντύπωση, φήμη: Το άρθρο αυτό έκανε μεγάλο κρότο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
50ρόχθος — ο συνεχής θόρυβος, πάταγος, ιδίως των κυμάτων: Ο ρόχθος των κυμάτων τον ενοχλούσε τις πρώτες μέρες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)