πάσπαλος
1πάσπαλος — masc nom sg …
2πάσπαλος — ὁ, Α ο κέγχρος, το κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πασπάλη κατά τα αρσ. σε ος] …
3πάσπαλο — το βοτ. είδος πολυετούς φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paspalum (< πάσπαλος)] …
4πασπαλέτης — ὁ, Α ο κεγχραλέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *πασπαλαλέτης, με απλολογία (< πάσπαλος + ἀλέτης < ἀλέω «αλέθω»)] …