πάσκω
1πάσκω — βλ. πάσχω …
2μπερδεμός — ο [μπερδεύω] μπέρδεμα («και πάσκω και ξετρέχω να βγω από τέτοιο μπερδεμό», Ερωτόκρ.) …
3πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …
4πασχίζω — ΝΜ και πασκίζω, Ν καταθάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να επιτύχω κάτι, μοχθώ («πασχίζω να τελειώσω μέχρι την καθορισμένη ημερομηνία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπάσχισα / ἐπάσκισα, νεώτ. αόρ. τού πάσχω / πάσκω, κατά τα ρ. σε ίζω (πρβλ. χάσκω > ἐχάσκισα… …