πάρνοψ
1πάρνοψ — locust masc nom/voc sg …
2πάρνοψ — και πόρνοψ, οπος, ὁ, Α είδος ακρίδας («ἀπό τῶν παρνόπων, οὕς οἱ Οἰταῑαι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τού τ. με τα περκνός «μαύρος», «πράκνον μέλανα» (Ησύχ.) και περκνό πτερος. Ο τ. εμφανίζει κατάλ …
3παρνόπων — πάρνοψ locust masc gen pl …
4πάρνοπα — πάρνοψ locust masc acc sg …
5πάρνοπας — πάρνοψ locust masc acc pl …
6πάρνοπες — πάρνοψ locust masc nom/voc pl …
7πάρνοπι — πάρνοψ locust masc dat sg …
8πάρνοπος — πάρνοψ locust masc gen sg …
9πάρνοψι — πάρνοψ locust masc dat pl (epic) …
10κόρνοψ — κόρνοψ, οπος, ὁ (Α) είδος ακρίδας, ο πάρνοψ* («ἀπὸ τῶν παρνόπων, οὓς οἱ Οἰταῑοι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τών πόρνοψ, πάρνοψ*] …
Страницы
- 1
- 2