πάριοι
1παρίοι — παρίοῑ , πάρειμι 2 ibo pres opt act 3rd sg …
2Πάριοι — Πάριος Paros masc nom/voc pl Πάρος Paros masc nom/voc pl …
3πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …
4CABARNI — Sacerdotes Cereris apud Parios. Hesych. Καβάρνοι, οἱ τῆς Δήμητρος ἱερεῖς, ὡς Πάριοι. Hinc Suidas in Ο᾿ργιῶνες, ὁ γοῦν Α᾿ντίμαχος εν τῇ Λυδῇ (lege Λήδης᾿ γενεᾷ Καβάρνους θῆκεν ἀβακλέας (lege ἀγακλέας᾿ ὀργεῶνας. Stephanus, in Πάρος, scribit post… …
5Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …
6ar-1*, themat. (a)re-, heavy basis arǝ-, rē- and i-basis (a)rī̆ -, rēi- — ar 1*, themat. (a)re , heavy basis arǝ , rē and i basis (a)rī̆ , rēi English meaning: to move, pass Deutsche Übersetzung: “fũgen, passen” Note: Root ar 1*, themat. (a)re , heavy basis arǝ , rē and i Basis (a)rī̆ , rēi : “to move …