πάρεργον
1πάρεργον — beside the main subject neut nom/voc/acc sg πάρεργος beside the main subject masc/fem acc sg πάρεργος beside the main subject neut nom/voc/acc sg …
2παρέργον — παρά ἔργνυμι pres part act masc voc sg (epic) παρά ἔργνυμι pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) …
3παρέργοις — πάρεργον beside the main subject neut dat pl πάρεργος beside the main subject masc/fem/neut dat pl …
4παρέργου — πάρεργον beside the main subject neut gen sg πάρεργος beside the main subject masc/fem/neut gen sg …
5παρέργων — πάρεργον beside the main subject neut gen pl πάρεργος beside the main subject masc/fem/neut gen pl …
6παρέργως — πάρεργον beside the main subject indeclform (adverb) πάρεργος beside the main subject adverbial πάρεργος beside the main subject masc/fem acc pl (doric) παρέργως indeclform (adverb) …
7παρέργῳ — πάρεργον beside the main subject neut dat sg πάρεργος beside the main subject masc/fem/neut dat sg …
8πάρεργα — πάρεργον beside the main subject neut nom/voc/acc pl πάρεργος beside the main subject neut nom/voc/acc pl …
9οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …
10πάρεργος — η, ο / πάρεργος, ον, ΝΑ 1. αυτός που γίνεται εκτός από το κύριο έργο και δεν είναι τόσο σημαντικός όσο αυτό, επουσιώδης, δευτερεύων, παραπανήσιος 2. το ουδ. ως ουσ. το πάρεργο επουσιώδης ασχολία, δευτερεύουσα απασχόληση (α. «τό έχω ως πάρεργο» β …
- 1
- 2