πάντως

  • 31Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… …

    Dictionary of Greek

  • 32Πρέβεζας, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ηπείρου στο νοτιοδυτικό άκρο της. Έχει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και συνορεύει στα Β με τους νομούς Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, στα Α με τον νομό Άρτας, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται, αντίστοιχα, από τον Αμβρακικό και από το… …

    Dictionary of Greek

  • 33Ψαρά — Μικρό νησί 18 χλμ. ΒΔ της Χίου. Έχει έκταση 39,77 τ. χλμ. και ένα μοναδικό οικισμό, τα Ψαρά (; κάτ.). Στο νησί υπάρχει επίσης η μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Διοικητικά το νησί υπάγεται στον νομό Χίου. Γυμνό, ξηρό και άγονο (ψηλότερη κορυφή 531 …

    Dictionary of Greek

  • 34вьсьма — (157) нар. Вполне, полностью, во всех отношениях: ѥсмы брати˫а вьсьма сѹще (κατὰ πάντα) ЖФСт XII, 92 об.; аще же убо ѡц҃ь е(с) скончѩлъсѩ. без мѩтежа дѣ(т) самовластни будуть. скончѩвшу же (с) дѣду. не весма внуци самовластні бывають. по(д)баеть… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 35αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …

    Dictionary of Greek

  • 36βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 37κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 38μονεταρισμός — Οικονομική θεωρία και η οικονομική πολιτική που προκύπτει από αυτήν (ο όρος προκύπτει από την αγγλική λέξη monetary, νομισματικός). Δίνει έμφαση στην προσφορά χρήματος και τον τρόπο που επιδρά σε μια οικονομία, ειδικότερα στις τιμές, την παραγωγή …

    Dictionary of Greek

  • 39πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …

    Dictionary of Greek

  • 40Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …

    Dictionary of Greek