πάντοτ'

  • 1πάντοτ' — πάντοτε , πάντοτε always indeclform (adverb) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ευκολοπίστευτος — η, ο αυτός που τόν πιστεύει κανείς εύκολα, ο εύπιστος, ο ευκολόπιστος («δυστυχισμένε μου λαέ... πάντοτ ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε», Σολωμ.) …

    Dictionary of Greek

  • 3μηδαμινός — ή, ό (Μ μηδαμινός, ή, όν) ανάξιος λόγου, ευτελής, ποταπός, τιποτένιος («συζητούν για μηδαμινά πράγματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμού + κατάλ. ινός (πρβλ. παντοτ ινός] …

    Dictionary of Greek

  • 4προτινός — ή, ό, Ν 1. προγενέστερος, παλαιότερος, προηγούμενος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προτινά αυτά που έγιναν παλαιότερα, τα περασμένα, τα παλιά («να θυμηθούμε τα προτινά μας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προτού + κατάλ. ινός* (πρβλ. αλλοτ ινός, παντοτ ινός)] …

    Dictionary of Greek

  • 5σημερινός — ή, ό / σημερινός, ή, όν, ΝΜΑ, και σημερνός, ή, ό, Ν αυτός που υπάρχει ή γίνεται σήμερα (α. «η σημερινή βροχή» β. «η σημερινή απόφαση» γ. «οι σημερινές εφημερίδες») νεοελλ. τωρινός, σύγχρονος (α. «τα σημερινά προβλήματα β. «τα σημερινά σχολεία»).… …

    Dictionary of Greek