πάνοπλος
1πάνοπλος — in full armour masc/fem nom sg …
2πάνοπλος — η, ο / πάνοπλος, ον, ΝΜΑ οπλισμένος με όλα τα όπλα του, αυτός που έχει όλο τον απαραίτητο οπλισμό για μια μάχη («πάνοπλος Ἀργείων στρατός», Αισχύλ.) νεοελλ. μτφ. ο άριστα προετοιμασμένος για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης ή μιας περίστασης, ο… …
3πάνοπλος — η, ο 1. ο καλά οπλισμένος, αυτός που έχει όλο τον οπλισμό του. 2. μτφ., ο καταρτισμένος, ο προετοιμασμένος: Ο νέος σήμερα πρέπει να έχει πολλά εφόδια, ώστε να μπει στον αγώνα της ζωής πάνοπλος. 3. για κράτος ή χώρα, ο έτοιμος για πόλεμο: Το έθνος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πάνοπλον — πάνοπλος in full armour masc/fem acc sg πάνοπλος in full armour neut nom/voc/acc sg …
5πανοπλοτάτην — πάνοπλος in full armour fem acc superl sg (attic epic ionic) πανοπλότατος the very youngest fem acc sg (attic epic ionic) …
6πανόπλοις — πάνοπλος in full armour masc/fem/neut dat pl …
7πανόπλοισιν — πάνοπλος in full armour masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
8πανόπλους — πάνοπλος in full armour masc/fem acc pl …
9πάνοπλα — πάνοπλος in full armour neut nom/voc/acc pl …
10πάνοπλοι — πάνοπλος in full armour masc/fem nom/voc pl …