πάνδωρος
1Πάνδωρος — allbounteous masc nom sg …
2πάνδωρος — allbounteous masc/fem nom sg …
3πάνδωρος — Μυθολογικός ήρωας της Αττικής, γιος του Ερεχθέα και της Πραξιθέας και πατέρας του Άλκωνα. Είχε αδέλφια του τον Κέκροπα, το Μητίονα, την Πρόκριδα, την Κρέουσα, τη Χθονία και την Ωρείθυια. Λέγεται πως ήταν ιδρυτής της Χαλκίδας στην Εύβοια. * * * ον …
4πάνδωρον — πάνδωρος allbounteous masc/fem acc sg πάνδωρος allbounteous neut nom/voc/acc sg …
5Πανδώρου — Πάνδωρος allbounteous masc gen sg …
6πανδώρου — πάνδωρος allbounteous masc/fem/neut gen sg …
7Πανδώρῳ — Πάνδωρος allbounteous masc dat sg …
8πανδώρῳ — πάνδωρος allbounteous masc/fem/neut dat sg …
9Πάνδωρε — Πάνδωρος allbounteous masc voc sg …
10πάνδωρε — πάνδωρος allbounteous masc/fem voc sg …
Страницы
- 1
- 2