πώλυπος
1πώλυπος — ὁ, Α (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. πολύποδας …
2πολύποδας — I Μία από τις δυο μορφές των κοιλεντερωτών, που έχει μορφή θύλακα και είναι προσκολημμένη σ’ ένα υποβρύχιο υποστήριγμα. Σε σχέση με την άλλη μορφή, τη μεδουσοειδή, που δεν υπάρχει στα ανθόζωα κοιλεντερωτά, ο π. έχει απλούστερο οργανισμό: ο… …
3πωλύπιον — τὸ, Α [πώλυπος] υποκορ. τ. τού πώλυπος …