πόϑος

  • 121πείνα — Η έλλειψη τροφής, λιμός. Η λήψη θρεπτικών ουσιών καταπραΰνει την π. Το ποσό των τροφίμων που απαιτείται για να κορεστεί η π. ποικίλλει ανάλογα με τα άτομα και το κλίμα. Απεργία π. λέγεται ιδιότυπο είδος απεργίας που χρησιμοποιήθηκε στους… …

    Dictionary of Greek

  • 122πεθυμιά — και αποθυμιά, η επιθυμία, πόθος («την πεθυμιά πληθύνασι, την όρεξη μ αλλάξα», Ερωφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμία (βλ. λ. πεθυμώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 123πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …

    Dictionary of Greek

  • 124ποθεινός — Επίσκοπος της Λιόν και μάρτυρας, που έζησε το 2o αι. μ.Χ., μαθητής του επίσκοπου Σμύρνης Πολύκαρπου. Στο πρώτο μισό του 2ου αι. έφυγε για τη Γαλλία, όπου, τελικά έγινε επίσκοπος. Το 177, τον συνέλαβαν, μαζί με άλλους χριστιανούς της Λιόν, και… …

    Dictionary of Greek

  • 125ποθερός — ή, ό, Ν ποθητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + κατάλ. ερός (πρβλ. δροσ ερός, παγ ερός)] …

    Dictionary of Greek

  • 126ποθητύς — ύος, ἡ, Α σφοδρός πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποθῶ με δυσερμήνευτο επίθημα ητ ύς] …

    Dictionary of Greek

  • 127ποθιάρης — ιάρα, ιάρικο, Ν γεμάτος ερωτικό πόθο, ερωτιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ερωτ ιάρης, παθ ιάρης)] …

    Dictionary of Greek

  • 128ποθοκοιμίστρα — η, Ν αυτή που αποκοιμίζει, που κατευνάζει τους πόθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + κοιμίζω] …

    Dictionary of Greek