πόϑος
101κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …
102κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …
103κρεμασμός — ο (AM κρεμασμός, Μ και κρεμαμός) [κρεμάννυμι] κρέμασμα μσν. πόθος …
104λαχτάρα — η (Μ λακτάρα) νεοελλ. 1. ζωηρή επιθυμία, διακαής πόθος («είχα λαχτάρα να τόν δω») 2. χτύπος τής καρδιάς, χτυποκάρδι που προέρχεται από αδημονία, αγωνία («με λαχτάρα περίμενε τόσα χρόνια νέα από το παιδί της») 3. μεγάλος φόβος, τρομάρα, τρεμούλα,… …
105λιγούρα — η 1. ενόχληση στο στομάχι που νιώθει κάποιος όταν πεινά πολύ, αίσθημα έντονης πείνας 2. τάση για εμετό, ναυτία, αναγούλα 3. σφοδρή επιθυμία, ζωηρός πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγώνω, κατά τα θηλ. σε ούρα (πρβλ. θολ ούρα, φαγ ούρα)] …
106λιγωμάρα — η (Μ λιγωμάρα) 1. έντονη πείνα που συνοδεύεται από στομαχικές ενοχλήσεις, λιγούρα 2. εξάντληση, εξασθένηση νεοελλ. σφοδρή επιθυμία, λαχτάρα, πόθος μσν. λιποθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίγωμα + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. τρομ άρα)] …
107μήδος — (I) μῆδος, τὸ (Α) (μόνο στον πληθ.) τὰ μήδεα α) σκέψεις, βουλεύματα, ιδίως πονηρά τεχνάσματα («ἄνδρα φέρουσα θεοῑς ἐναλίγκια μήδε ἔχοντα», Ομ. Οδ.) β) φροντίδες, μέριμνες («ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από… …
108μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… …
109μεράκι — το 1. μεγάλη επιθυμία, πόθος, λαχτάρα («έχει μεράκι να πάει στην πατρίδα του») 2. λύπη, μελαγχολία για κάποια επιθυμία που δεν πραγματοποιήθηκε, καημός («τού μεινε μεράκι που δεν σπούδασε») 3. έντονη κλίση, πάθος («έχει μεράκι με τη δουλειά του») …
110μορμπί — το 1. καπρίτσιο, ζωηρότητα 2. επιθυμία, πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. morbin] …