πότῳ
1ποτῶ — ποτάομαι fly hither and thither pres imperat mp 2nd sg ποτάομαι fly hither and thither imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ποτόν drunk neut gen sg (doric aeolic) ποτός drunk masc/neut gen sg (doric aeolic) πρόσειμι 1 sum pres subj act 1st sg… …
2ποτῷ — ποτόν drunk neut dat sg ποτός drunk masc/neut dat sg …
3πότω — πότης drinker masc gen sg (attic epic ionic) πότος drinking bout masc nom/voc/acc dual πότος drinking bout masc gen sg (doric aeolic) …
4πότῳ — πότος drinking bout masc dat sg …
5ποτῶι — ποτῷ , ποτόν drunk neut dat sg ποτῷ , ποτός drunk masc/neut dat sg …
6πότωι — πότῳ , πότος drinking bout masc dat sg …
7νηστοποτώ — νηοτοποτῶ, έω (Α) πίνω κρασί νηστικός, προτού φάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆστις «νηστικός» + ποτῶ (< πότης < πίνω), πρβλ. λαβρο ποτώ, οινο ποτώ] …
8κλεψιποτώ — κλεψιποτῶ, έω (Α) εξαπατώ κάποιον στο ποτό, προσποιούμαι ότι πίνω, ενώ πίνω λιγότερο από τον συμπότη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι + ποτῶ (< ποτος < πότος < πίνω), πρβλ. οινο ποτώ, υδροποτώ. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …
9φαρμακοποτώ — έω, Α πίνω ή καταπίνω φάρμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + ποτῶ (< πότης < πότης < πίνω), πρβλ. οἰνο ποτῶ …
10χειλοποτώ — χειλοποτῶ, έω, ΝΑ πίνω με την άκρη τών χειλιών μου, ροφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + ποτῶ (< πότης < πότης < πίνω), πρβλ. οἰνο ποτῶ] …