πότῳ

  • 21πότος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Θάσου, του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεολόγου. * * * ο, ΝΑ 1. πολλή μεγάλη κατανάλωση ποτών 2. οινοποσία, φαγοπότι, γλέντι (α. «τραγούδια τού πότου» β. «πορευομένους ἐν… …

    Dictionary of Greek

  • 22τινθαλέος — α, ον, ΜΑ θερμός, ζεστός («τινθαλέῳ ποτῷ», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα αλέος (πρβλ. αὐ αλέος), άγνωστης ετυμολ.] …

    Dictionary of Greek

  • 23όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… …

    Dictionary of Greek