πόσσις
1Πόσσις — husband fem nom sg …
2πόσσις — πόσσῑς , πόσις 1 husband masc acc pl (epic doric ionic aeolic) πόσις 1 husband masc nom sg …
3Πόσσι — Πόσσις husband fem voc sg …
4πόσις — εως, και ποιητ. τ. πόσσις, ιος, ὁ, Α 1. ο σύζυγος 2. ο νόμιμος σύζυγος σε διάκριση από τον μη νόμιμο 3. φρ. «κρυπτός σύζυγος» ο παράνομος σύζυγος, ο εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πόσις (< *πότις, με συριστικοποίηση τού τ προ τού ι ) ανάγεται σε… …
5Πόσσ' — Πόσσι , Πόσσις husband fem voc sg …