πόσεις

  • 1πόσεις — πόσις 1 husband masc nom/voc pl (attic epic) πόσις 1 husband masc nom/acc pl (attic) πόσις 1 husband masc acc pl (attic) πόσις 1 husband masc nom pl (attic epic) πόσις 2 husband fem nom/voc pl (attic epic ionic) πόσις 2 husband fem nom/acc pl… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2επίκλημα — ἐπίκλημα, τὸ (Α) [επικαλώ] 1. κατηγορία, μομφή 2. επίκληση, υπενθύμιση προσωπικών υπηρεσιών για απαλλαγή από τιμωρία («παρ’ οὐδὲν αὑταῑς ἧν ἃν ὀλλύναι πόσεις ἐπίκλημ’ ἐχούσαις ὅ,τι τύχῃ», Ευρ.) …

    Dictionary of Greek