πός
1πος — (I) Α (δωρ. τ.) πους. (II) Α (κυπρ. τ.) βλ. ποτί …
2πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …
3ger-3 — ger 3 English meaning: to turn, wind Deutsche Übersetzung: “drehen, winden” Material: A. O.Ind. guṇá ḥ (*gr̥ nó s) “ the single thread of a string, line, cord; stain “ (dvi , tri guṇa actually “ consisting of two, three threads …
4Papyrus 6 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 6 …
5ποτί — και βοιωτ. τ. πόδ και πόκ και ποί και κατ αποκοπήν ποτ και πος Α πρόθ. (δωρ. τ.) προς. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. και αιολ. τ. ισοδύναμος με την πρόθεση πρός*, προτί, που αντιστοιχεί με αβεστ. paiti, αρχ. περσ. patiy «απέναντι, εναντίον, κοντά», καθώς και με… …
6γρυπός — γρῡπός , γρύψ griffin masc gen sg γρῡπός , γρυπός hook nosed masc nom sg …
7κνιπός — κνίψ masc gen sg κνῑπός , κνίψ masc gen sg κνῑπός , κνιπός niggardly masc/fem nom sg …
8паздер — 1) стебли, солома хлебных раст. , 2) очески льна, конопли , паздера кора, лыко , костром., вологодск. (Даль), укр. паздiр содранное лыко , поздiрря ср. р. солома , др. русск. паздеръ м., паздериɪе, собир., солома , русск. цслав. паздеръ,… …
9Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …
10автоти́пия — и, ж. полигр. 1. Фотомеханический способ воспроизведения полутоновых изображений (картин, фотографий и т. п.). Трехцветная автотипия. 2. Оттиск, изготовленный этим способом. [От греч. α’υτος сам и τυπος отпечаток] …