πόρων

  • 91κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 92καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …

    Dictionary of Greek

  • 93κατανάλωση — (Οικον.). Όρος που αναφέρεται στη χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών. Αντίστοιχα, καταναλωτικά ονομάζονται όλα τα αγαθά που προορίζονται άμεσα για την ικανοποίηση μιας ανάγκης, αποσπώμενα κατ’ αυτό τον τρόπο …

    Dictionary of Greek

  • 94κοινωνικοποίηση — Η διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο, αποκτώντας κοινωνική συμπεριφορά που είναι αποδεκτή από την κοινωνική ομάδα. Ειδικότερα, η κοινωνική ψυχολογία χρησιμοποιεί τον όρο κ. για την εξελικτική διαδικασία με την… …

    Dictionary of Greek

  • 95κρυσταλλοειδής — ές (AM κρυσταλλοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο ή έχει τις ιδιότητες τού κρυστάλλου («κρυσταλλοειδὴς ἴασπις», Διοσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να πάθει κρυστάλλωση, επιδεκτικός κρυσταλλώσεως 2. χημ. το ουδ. ως ουσ. το κρυσταλλοειδές… …

    Dictionary of Greek

  • 96κόστος — Η χρηματική ή άλλη θυσία που απαιτείται για την απόκτηση ενός αγαθού. Συνδέεται με τη βασική οικονομική παρατήρηση σχετικά με την ανεπάρκεια των αγαθών σε σχέση με τις ανθρώπινες ανάγκες, κατάσταση που δεν επιτρέπει την ελεύθερη διάθεσή τους και… …

    Dictionary of Greek

  • 97λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… …

    Dictionary of Greek

  • 98μήλη — η (ΑΜ μήλη) εργαλείο σε σχήμα λεπτού ραβδιού κατασκευασμένο από εύκαμπτο μέταλλο με αμβλεία, συνήθως βολβοειδή, κορυφή, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως από τους χειρουργούς για τη διερεύνηση πόρων, συριγγίων, φυσικών ή τραυματικών κοιλοτήτων τού… …

    Dictionary of Greek

  • 99μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και …

    Dictionary of Greek

  • 100μετασυγκρίνω — (Α) (ως τεχνικός ιατρικός όρος τής μεθοδικής σχολής) μεταβάλλω το ανθρώπινο σώμα ή την εσωτερική σύστασή του αφαιρώντας τους νοσογόνους χυμούς διά μέσου τών πόρων τού δέρματος με τη χρήση φυσικών ή φαρμακευτικών μέσων που προκαλούν εφίδρωση …

    Dictionary of Greek