πόρων

  • 71απομύζηση — η 1. βυζαγμα, απορρόφηση 2. βαθμιαία αφαίρεση πόρων ή δυνάμεων, εκμετάλλευση, αφαίμαξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < απομυζώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ποθητό Ψαρά] …

    Dictionary of Greek

  • 72απορία — Θεά των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της φτώχειας. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Άνδρου, όταν o Θεμιστοκλής τους απείλησε ότι θα κατέστρεφε το νησί τους αν δεν του έδιναν χρήματα, του απάντησαν ότι λάτρευαν δύο θεότητες, την Πενία… …

    Dictionary of Greek

  • 73αποστόμωση — η (Α ἀποστόμωσις) νεοελλ. το να κλείνει κανείς το στόμα κάποιου, να τον κάνει να μη μπορεί να μιλήσει αρχ. η διάνοιξη των πόρων του σώματος …

    Dictionary of Greek

  • 74γαλακτοκήλη — η επιπλοκή τού θηλασμού, που χαρακτηρίζεται από μία ή πολλές κυστικές διευρύνσεις τών γαλακτοφόρων πόρων τού μαστού …

    Dictionary of Greek

  • 75γαλακτοφορίτιδα — η φλεγμονή τών γαλακτοφόρων πόρων τού μαστού …

    Dictionary of Greek

  • 76Γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… …

    Dictionary of Greek

  • 77γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… …

    Dictionary of Greek

  • 78γλισχρότητα — η (Α γλισχρότης) [γλίσχρος] 1. πενιχρότητα («η γλισχρότητα τών πόρων») αρχ. 1. η ιδιότητα τού κολλώδους, το να κολλάει κάτι 2. γλιστεράδα 3. φιλαργυρία, τσιγγουνιά …

    Dictionary of Greek

  • 79δημοσιονομικός — ή, ό Ι. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δημοσιονομία ή στον δημοσιονόμο 2. φρ. α) «δημοσιονομικές λειτουργίες» οι διοικητικές κρατικές λειτουργίες που είναι αρμόδιες για την είσπραξη και τη λογιστική διαχείριση τών δημόσιων εσόδων και για τη …

    Dictionary of Greek

  • 80διαπνοή — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά αποβάλλουν, με μορφή υδρατμών, το νερό που έχουν απορροφήσει οι ρίζες τους από το έδαφος. Η δ. πραγματοποιείται από τα υπέργεια όργανα του φυτού και, κυρίως, από την κάτω επιφάνεια των φύλλων όπου ο αριθμός των… …

    Dictionary of Greek