πόρων

  • 61Μαραθώνας — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 30 μ., 4.399 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Βρίσκεται ΒΑ της Αθήνας και ΝΑ της ομώνυμης τεχνητής λίμνης, σε εύφορη πεδιάδα και είναι τοπικό αγροτικό και τουριστικό κέντρο. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η λίμνη… …

    Dictionary of Greek

  • 62άντληση — η (Α ἄντλησις) νεοελλ. 1. η λήψη υγρού με αντλία 2. η λήψη, το να παίρνει κανείς κάτι («άντληση νέων πόρων») αρχ. 1. λήψη νερού 2. εκκένωση, άδειασμα …

    Dictionary of Greek

  • 63ένδεια — η (AM ἔνδεια) 1. έλλειψη τών αναγκαίων, απορία 2. έλλειψη («ένδεια χρημάτων, πόρων, θάρρους», «ένδεια πνευματική», «ἔνδεια δυνάμεως») αρχ. 1. στέρηση, έλλειψη (σε αντίθεση προς την υπερβολή) («μετρητική... ὑπερβολῆς τε καὶ ἐνδείας») 2. λιμός,… …

    Dictionary of Greek

  • 64ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …

    Dictionary of Greek

  • 65αδενογραφία — η Ιατρ. η ακτινολογική απεικόνιση ενός αδενικού οργάνου (π.χ. μαστογραφία) ή τών πόρων του ύστερα από έγχυση σκιαγραφικής ουσίας (π.χ. λεμφαδενογραφία, σιαλογραφία) …

    Dictionary of Greek

  • 66αδυναμία — Εξασθένηση του οργανισμού από κόπωση ή από έλλειψη τροφής. Α. λέγεται η έλλειψη ικανότητας αλλά και η υπερβολική συμπάθεια προς κάποιον. α. παροχής (Νομ.).Η κατάσταση του οφειλέτη που αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Η α.π. διακρίνεται …

    Dictionary of Greek

  • 67αλοιφάτος — η, ο [αλοιφή] (για πήλινα αγγεία) αυτός που επιχρίεται με αλοιφή για την απόφραξη τών πόρων του …

    Dictionary of Greek

  • 68αλοιφώνω — [Α ἀλοιφῶ ( άω)] νεοελλ. 1. αλείφω την εσωτερική επιφάνεια πήλινου αγγείου με χημικό μίγμα για έμφραξη των πόρων του 2. βυθίζω σωλήνες ή παρόμοιο αντικείμενο μέσα σε διάλυση που περιέχει μόλυβδο αρχ. αλείφω, επιχρίω με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλοιφή …

    Dictionary of Greek

  • 69αμήχανος — η, ο (Α ἀμήχανος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αμηχανία, που δεν ξέρει τί να κάνει αρχ. 1. αυτός που δεν έχει μέσα ή πόρους, ανίσχυρος, αδύνατος 2. ανίκανος, ανεπιτήδειος 3. αυτός που δεν παρέχει πόρους και συνεκδοχικά ανώφελος, άχρηστος 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 70ανεργία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που, ενώ θέλει και είναι ικανός να εργαστεί, ωστόσο δεν βρίσκει δουλειά. Παρότι, όταν γίνεται λόγος για α., εννοούμε κυρίως την α. των εργατών, των υπαλλήλων ή άλλων μισθωτών, στην οικονομική ζωή μπορεί να… …

    Dictionary of Greek