πόρων

  • 11Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …

    Dictionary of Greek

  • 12Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …

    Dictionary of Greek

  • 13Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …

    Dictionary of Greek

  • 14διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …

    Dictionary of Greek

  • 15ευπορία — η (ΑΜ εὐπορία) [εύπορος] το να υπάρχει επάρκεια ή αφθονία πόρων για άνετη ζωή, η οικονομική ευμάρεια νεοελλ. μσν. η εξασφάλιση σε κάποιον τών πόρων για την άνετη διαβίωσή του («ευπορίας ευεργέτημα») μσν. αρχ. η ευκολία να βρει κάποιος κάτι, το να …

    Dictionary of Greek

  • 16κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 17κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… …

    Dictionary of Greek

  • 18πιεζοδιαπίδυση — η, Ν (χημ. τεχνολ.) τεχνική αφαλάτωσης τού νερού, κατά την οποία η διέλευση τών ιόντων διά μέσου τών πόρων ενός διαφράγματος εξαναγκάζεται με άσκηση πίεσης, και που είναι ανάλογη με την τεχνική τής αντίστροφης ώσμωσης, κατά την οποία με επιβολή… …

    Dictionary of Greek

  • 19πορώδης — ες, ΝΜΑ [πόρος] 1. ο γεμάτος πόρους (α. «λίθος πορώδης β. «δέρμα πορώδες») 2. το ουδ. ως ουσ. το πορώδες το να είναι κάτι πορώδες, η ιδιότητα τού πορώδους νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. α) (εδαφολ.) η αναλογία τού όγκου τών διακένων τού εδάφους τα… …

    Dictionary of Greek

  • 20στρατηγικός — ή, ό / στρατηγικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατηγός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε στρατηγό (α. «στρατηγικό σχέδιο» β. «στρατηγικά έργα», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την πείρα και την ικανότητα τού στρατηγού, ο έμπειρος και ικανός… …

    Dictionary of Greek