πόρνη
1πόρνη — harlot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2πόρνῃ — πόρνη harlot fem dat sg (attic epic ionic) …
3πόρνη — η, ΝΜΑ γυναίκα που προσφέρει σε άνδρες το σώμα της για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής, ιερόδουλος, εταίρα, πουτάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Η λ. πόρ νη παράγεται από θ. πορ τού ρ. πέρνημι* «πουλώ» (με ανώμαλο φωνηεντισμό ο ), το οποίο πιθ. μπορεί… …
4πόρνη — η 1. γυναίκα που παραδίνεται με αμοιβή σε άντρες. 2. μτφ., γυναίκα ανήθικη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5πόρναι — πόρνη harlot fem nom/voc pl πόρνᾱͅ , πόρνη harlot fem dat sg (doric aeolic) …
6πόρνηι — πόρνῃ , πόρνη harlot fem dat sg (attic epic ionic) …
7Ραάβ — Πόρνη που κατοικούσε στην Ιεριχώ, στο σπίτι της οποίας κατέλυσαν οι δυο κατάσκοποι που έστειλε ο Ιησούς του Ναυή από τη Σατίν για να κατασκοπεύσουν την πόλη. Όταν ο βασιλιάς της Ιεριχούς τους καταζητούσε για να τους συλλάβει, η Ρ. τους έκρυψε στο …
8πορνέων — πόρνη harlot fem gen pl (epic ionic) …
9πορνῶν — πόρνη harlot fem gen pl …
10πόρναις — πόρνη harlot fem dat pl …