πόρευμα
1πόρευμα — neut nom/voc/acc sg πορευμα place in which one walks neut nom/voc/acc sg …
2πόρευμα — τὸ, Α [πορεύω] 1. ο τόπος όπου πορεύεται κάποιος 2. το μέσο μεταφοράς …
3πορεύμασιν — πόρευμα neut dat pl πορευμα place in which one walks neut dat pl …