πόντῐος
1πόντιος — of the sea masc nom sg πόντιος of the sea masc/fem nom sg …
2Πόντιος — Πόντιος, ο θηλ. ια αυτός που κατάγεται από την περιοχή του Πόντου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3πόντιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Κρήτη, στα χρόνια του Δέκιου (249 – 251) με αποκεφαλισμό, μαζί με τους Θεόδουλο, Σατορνίνο, Εύπορο, Γελάσιο, Ευνικιανό, Ζωτικό, Αγαθόπου, Βασιλίδη και Ευάρεστο. Η μνήμη του τιμάται στις 23… …
4Πόντιος — Πόντις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
5Πιλάτος Πόντιος — Ρωμαίος επίτροπος στην Ιουδαία, που είχε επικυρώσει τη θανατική καταδίκη του Ιησού Χριστού. Είχε διοριστεί από τον Τιβέριο ως πέμπτος επίτροπος από τότε που είχε αρχίσει η ρωμαϊκή κατοχή στην Ιουδαία για τη δεκαετία 26 36 μ.Χ. Πιθανολογείται η… …
6ποντίω — πόντιος of the sea masc/neut nom/voc/acc dual πόντιος of the sea masc/neut gen sg (doric aeolic) πόντιος of the sea masc/fem/neut nom/voc/acc dual πόντιος of the sea masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …
7πόντιον — πόντιος of the sea masc acc sg πόντιος of the sea neut nom/voc/acc sg πόντιος of the sea masc/fem acc sg πόντιος of the sea neut nom/voc/acc sg …
8ποντίων — πόντιος of the sea fem gen pl πόντιος of the sea masc/neut gen pl πόντιος of the sea masc/fem/neut gen pl …
9ποντίοις — πόντιος of the sea masc/neut dat pl πόντιος of the sea masc/fem/neut dat pl …
10ποντίοισι — πόντιος of the sea masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πόντιος of the sea masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …