πόνοι
81επανέρχομαι — επανήρθα 1. έρχομαι πάλι (πίσω) στον τόπο απ όπου αναχώρησα, επιστρέφω, γυρίζω, ξαναγυρίζω: Επανήρθαμε από την εξοχή. 2. έρχομαι πάλι κάπου, ξανάρχομαι: Επανέρχονται οι πόνοι. 3. μτφ., αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη κατάσταση ή θέση μου: Θα… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
82ημικρανικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την ημικρανία: Ημικρανικοί πόνοι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
83κοιλοπόνεμα — το, ατος οι πόνοι της κοιλιάς στη γέννα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
84μάλαξη — η 1. το να τρίβω ή να ζυμώνω κάτι για να γίνει μαλακό: Η μάλαξη του κεριού. 2. (ιατρ.), η πίεση του σώματος με τα χέρια ή με μηχάνημα για θεραπευτικούς σκοπούς, το μασάζ: Μου έκανε μαλάξεις στην πλάτη για να περάσουν οι πόνοι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
85πυλώματα — τα κολικοί πόνοι σε αρρώστιες των εντέρων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
86τυραννία — τυραννία, η και τυράννια, η και τυραγνία, η και τυράγνια, η και τυράγνιο, το 1. η εξουσία του τυράννου, πιεστική και αυθαίρετη διοίκηση, τυραννίδα. 2. μτφ., καταναγκασμός, καταπίεση, μαρτύριο, παίδεμα, βάσανο: Αυτοί οι πόνοι της αρρώστιας είναι… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
87τυραννικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που αναφέρεται στον τύραννο ή στην τυραννίδα (βλ. λ.), που ταιριάζει στον τύραννο, ο δεσποτικός, ο απολυταρχικός: Τυραννικό πολίτευμα. 2. μτφ., καταπιεστικός, βασανιστικός, μαρτυρικός: Τυραννικοί πόνοι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
88υστεραλγία — η 1. νευραλγία της μήτρας, μητρόπονος. 2. οι πόνοι της μήτρας μετά την έξοδο του εμβρύου, οι υστερόπονοι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
89υστερόπονοι — οι οι πόνοι της μήτρας μετά τον τοκετό, η υστεραλγία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
90ωδίνες — οι οι πόνοι της γέννας, κοιλοπονήματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)