πόνοι

  • 71ωοφορίτιδα — η, Ν ιατρ. άλλη ονομασία για την ωοθηκίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωοφόρος + κατάλ. ίτιδα]. ωοφόρος, α, ο / ᾠοφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος Ν νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που περιέχει ωά ή ωάρια («ωοφόρος δίσκος») 2. φρ. «ωοφόρος σωρός» βοτ. τα κύτταρα που… …

    Dictionary of Greek

  • 72αιματόκολπος ή αιματοκολπία — Η πλήρωση του κόλπου με αίμα της περιόδου εξαιτίας ατρησίας του παρθενικού υμένα ή και του κόλπου. Η ατρησία του παρθενικού υμένα ή του κόλπου δεν είναι μονάχα αποτέλεσμα διαμαρτίας της διάπλασης αλλά μπορεί να οφείλεται στη συγκόλληση των… …

    Dictionary of Greek

  • 73Ηρακλής — I Μυθολογικός ήρωας. Η φήμη του κάλυπτε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο· θεωρείται ενσάρκωση της ίδιας της ιδέας του ήρωα. Στον Η. πραγματικά συγκεντρώνονται όλα τα χαρακτηριστικά (μυθικά και πολιτιστικά) της ηρωικής υπόστασης: θεϊκή γέννηση, ανατροφή …

    Dictionary of Greek

  • 74Ιωάννα, πάπισσα — Σύμφωνα με μία παράδοση, που διασώθηκε από τον Μαρτίνο Πολόνο, λόγιο του 13ου αι., η I. μεταμφιέστηκε σε άντρα και με το όνομα Ιωάννης Η’ ο Άγγλος κατόρθωσε να διαδεχθεί στον παπικό θρόνο τον Λέοντα Δ’, που μόλις είχε πεθάνει (855). Το αληθινό… …

    Dictionary of Greek

  • 75νωτιάς φθίσις — Επιστημονική ονομασία παθολογικής κατάστασης, που οφείλεται στη δράση της ωχράς σπειροχαίτης (treponema pallidum) στο νευρικό σύστημα και ιδιαίτερα στους μήνιγγες, στις αισθητικές ρίζες και στα πίσω δεμάτια του νωτιαίου μυελού. Προσβάλλει ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 76Ρενό, Μορίς — (Renaud, 1834 – 1881). Γάλλος γιατρός, στον οποίο οφείλει την ονομασία της η ομώνυμη παθολογική, κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από παροξυσμικές κρίσεις κυάνωσης των δαχτύλων, οι οποίες επαναλαμβανόμενες στον χρόνο οδηγούν σε δυστροφικές βλάβες… …

    Dictionary of Greek

  • 77σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… …

    Dictionary of Greek

  • 78αβάσταχτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν μπορεί να βαστάξει κανείς, πολύ βαρύς: Το φορτίο αυτό ήταν αβάσταχτο για τους ώμους του. 2. ανυπόφορος: Οι πόνοι ήταν αβάσταχτοι. 3. ασυγκράτητος: Αβάσταχτος πια χύθηκε στη μάχη …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 79γέννα — η 1. ο τοκετός: Οι πόνοι της γέννας. 2. το παιδί: Δεν ενδιαφέρεται για τη γέννα της. 3. ως κύρ. όν., Γέννα, η και τα τα Χριστούγεννα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 80εντεραλγικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εντεραλγία (βλ. λ.): Εντεραλγικοί πόνοι. 2. που θεραπεύει την εντεραλγία: Εντεραλγικά φάρμακα. 3. το αρσ. ως ουσ., εντεραλγικός αυτός που πάσχει από εντεραλγία …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)