πόνοι

  • 41ιππόβροτος — ἱππόβροτος, ον (Α) φρ. «ἱππόβροτοι ὠδῑνες» οι πόνοι, οι ωδίνες από τις οποίες γεννήθηκε ίππος και άνθρωπος, ο Πήγασος και ο Χρυσάωρ (Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + βροτός «θνητός»] …

    Dictionary of Greek

  • 42καυσαλγία — Επώδυνη κατάσταση που ακολουθεί ύστερα από κάκωση των άκρων και χαρακτηρίζεται από δυνατό διαλείποντα πόνο. Η κ. είναι αποτέλεσμα βλάβης κάποιου νευρικού κορμού, ο οποίος έχει άφθονες νευρικές συμπαθητικές ίνες. Σε διάστημα πέντε έως δέκα ημερών… …

    Dictionary of Greek

  • 43κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν …

    Dictionary of Greek

  • 44κοιλοπόνημα — και κοιλοπόνεμα, το [κοιλοπονώ] οι πόνοι τής κοιλιάς κατά τη γέννα, οι ωδίνες τού τοκετού …

    Dictionary of Greek

  • 45κοπιώδης — ες (Α κοπιώδης, ῶδες) [κοπιώ] 1. επίπονος, κοπιαστικός, κουραστικός (α. «κοπιώδης εργασία» β. «καί τών άλλων πόνοι κοπιώδεα τρόπον», Ιπποκρ.) 2. οχληρός, φορτικός. επίρρ... κοπιωδώς κοπιαστικά, κουραστικά …

    Dictionary of Greek

  • 46κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …

    Dictionary of Greek

  • 47λευχαιμία — Νεοπλασματικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από τον πολλαπλασιασμό ανώμαλων λευκών αιμοσφαιρίων (λευκοκυττάρων) στον μυελό των οστών. Κατά τη μικροσκοπική εξέταση το αίμα φαίνεται να είναι πλημμυρισμένο από ώριμα και άωρα λευκά αιμοσφαίρια. Οι λ …

    Dictionary of Greek

  • 48μολυβδίαση — (Ιατρ.). Χρόνια δηλητηρίαση από μόλυβδο, επαγγελματικής γενικά φύσης. Συνήθως προσβάλλονται από μ. φαναρτζήδες, ζωγράφοι, τυπογράφοι. Το πρώτο σύμπτωμα της δηλητηρίασης είναι η εμφάνιση βασεοφίλου στίξης στα ερυθροκύτταρα· στη συνέχεια, και σε… …

    Dictionary of Greek

  • 49νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …

    Dictionary of Greek

  • 50νήστις — (I) νῆστις, ἡ (Α) βλ. νήστιδα. (II) ο, η (Α νῆστις, γεν. ιος και ιδος) (για πρόσ.) αυτός που δεν τρώει, νηστικός αρχ. 1. αυτός που επιφέρει νηστεία («πνοαὶ δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», Αισχύλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. (με… …

    Dictionary of Greek