πόλλ' ἐπαληϑείς
1επαλώμαι — ἐπαλῶμαι, άομαι (Α) (αποθ.) περιπλανώμαι («πόλλ ἐπαληθεὶς ἠγαγόμην ἐν νηυσί», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλάομαι, ώμαι «περιπλανώμαι»] …
1επαλώμαι — ἐπαλῶμαι, άομαι (Α) (αποθ.) περιπλανώμαι («πόλλ ἐπαληθεὶς ἠγαγόμην ἐν νηυσί», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλάομαι, ώμαι «περιπλανώμαι»] …