πόλιν ἐν θρηΐκῃ

  • 1νεόκτιστος — και νιόκτιστος και νιόχτιστος, η, ο (ΑΜ νεόκτιστος και ποιητ. τ. νεόκτιτος, η, ον) αυτός ο οποίος κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που ιδρύθηκε πρόσφατα («Μίλητον μὲν ἔα καὶ τὴν νεόκτιστον ἐν Θρηΐκη πόλιν», Ηρόδ.) μσν. (για πρόσ.) αυτός που διορίστηκε… …

    Dictionary of Greek