πόλιν λακεδαιμονίοις

  • 1εποικίζω — (AM ἐποικίζω) [έποικος] 1. εγκαθιστώ εποίκους σε ήδη κατοικημένο τόπο νεοελλ. εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες σε δημόσιες ή απαλλοτριωμένες εκτάσεις αρχ. 1. τειχίζω («πόλιν ἐποικίσαι Λακεδαιμονίοις») 2. καλλιεργώ («ἔδωκεν κῆπον ἐποικίσαι»).… …

    Dictionary of Greek

  • 2περισώζω — ΝΜΑ και περισώνω Ν διασώζω κάποιον ή κάτι ανάμεσα στους άλλους ή άλλα που χάθηκαν (α. «λίγα πράγματα κατόρθωσε να περισώσει από την πυρκαγιά» β. «όσους περιέσωσαν τα ναυαγοσωστικά τους μετέφεραν στην ξηρά» γ. «τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων», Δίων …

    Dictionary of Greek