πόκος
1πόκος — wool masc nom sg …
2πόκος — ὁ, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόκτος, ετεροκλ. πληθ. πόκες και πόκαι, αί, Α ακατέργαστο μαλλί κουρεμένου προβάτου αρχ. 1. κοτσίδα κατεργασμένου ερίου, τουλούπα μαλλιού 2. παροιμ. α) «εἰς ὄνου πόκας» σε μέρος που κουρεύουν τα γαϊδούρια, δηλ. πουθενά β) «ὄνου… …
3πόκος — ο βλ. ποκάρι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πόκας — πόκος wool masc acc pl …
5πόκε — πόκος wool masc voc sg …
6πόκοι — πόκος wool masc nom/voc pl …
7πόκοις — πόκος wool masc dat pl …
8πόκοισιν — πόκος wool masc dat pl (epic ionic aeolic) …
9πόκον — πόκος wool masc acc sg …
10πόκου — πόκος wool masc gen sg …
Страницы